- εἰσφοράν
- εἰσφορά̱ν , εἰσφοράcarryingfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въношеньѥ — ВЪНОШЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Приношение: толико [бог] в ны внесъ вношенье. (εἰσφοράν) ГБ XIV, 140в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συντιμώ — άω, Α [τιμῶ] 1. τιμώ συγχρόνως ή ομοίως 2. μέσ. συντιμῶμαι, άομαι ορίζω, καθορίζω («συνετιμήσανθ ὑπὲρ ἐμοῡ ταύτην τὴν εἰσφοράν», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek